στρεψοδικοπανουργία

στρεψοδικοπανουργία
και στρεφοδικοπανουργία, ἡ, Α
(στον Αριστοφ.) στρεψοδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- τού αορ. ἔστρεψα τού στρέφω + δίκη + πανουργία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στρεψοδικοπανουργίαν — στρεψοδικοπανουργίᾱν , στρεψοδικοπανουργία cunning in the perversion of justice fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • στρεφοδικοπανουργία — ἡ, Α βλ. στρεψοδικοπανουργία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”